- μαγκανοπήγαδο
- τοπηγάδι από το οποίο αντλείται νερό με μαγκάνι: Στο πατρικό μου σπίτι υπήρχε στην αυλή μαγκανοπήγαδο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μάγκανο — το 1. το μαγκάνι, βλ. μαγκανοπήγαδο. 2. κάθε μηχάνημα που πιέζει κάτι, το πιεστήριο: Έριξαν τις ελιές στο μάγκανο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)